13 Αυγ 2013

Πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου στην άκρη της Άγονης Γραμμής


Το κοινό φαγητό στο τόξο της λύρας στο νότιο Αιγαίο είναι μια λειτουργία. Μετά τη θρησκευτική λειτουργία στη χάρη της Παναγίας αρχίζει η κοινωνική, με κοινό τραπέζι, κοινή παρέα, κοινό χορό χέρι-χέρι, κοινό γλέντι, συνομιλίες με μαντινάδες που τις επαναλαμβάνουν όλοι οι γλεντιστές. Μαζί με όλα αυτά (ή για όλα αυτά) έχει προστεθεί και η νοσταλγία, καθώς το πανηγύρι της Πέρα Παναγίας στην καρδιά του καλοκαιριού, είναι ημέρα συνάντησης των Κασιωτών που ζουν στα ξένα. Εδώ, αναβιώνει η ιδεολογία και η γεύση της παράδοσής τους. Αν και πάνε όλοι σχεδόν που βρίσκονται στο νησί, και είναι οι περισσότεροι από κάθε άλλη ημέρα του χρόνου, είναι από τα πιο παραδοσιακά που γίνονται στο νησί με τον παλιό τρόπο. Μάλιστα, είναι το μοναδικό που οι πανηγυριώτες κάθονται στην απέραντη αίθουσα με τις στρωμένες τάβλες για να φάνε. Σε κάθε θέση υπάρχουν μια φέτα ψωμί τυλιγμένη σε χαρτοπετσέτα και το ποτήρι για το κρασί που υπάρχει παγωμένο σε φιάλες στη μέση των μακριών τραπεζιών. Η αίθουσα βέβαια γεμίζει και ξαναγεμίζει και τα τραπέζια στρώνονται και ξαναστρώνονται πολλές  φορές. Πρώτα τρώνε οι γυναίκες και τα παιδιά και μετά οι άνδρες. Οι άνδρες, όμως, έχουν την πρωτοκαθεδρία στο μαγείρεμα των φαγητών του πανηγυριού. Μόνο τα μυριάδες μικροσκοπικά ντολμαδάκια έχουν τυλίξει οι γυναίκες την παραμονή.  Όσο διαρκεί η «Παναγιά», οι προσκυνητές ασπάζονται την εικόνα  στην αυλή της εκκλησιάς, που το καμπαναριό της είναι στολισμένο με σινιάλα καραβιών,  στην άλλη αυλή της σάλας όπου βρίσκονται τα μαγέρικα, επικρατεί πανικός. Φαινομενικά βέβαια, γιατί οι μάγειροι με τις χρωματιστές ποδιές τους είναι πολύ έμπειροι. Πάνω στις παρανιστιές βρίσκονται μεγάλα μαντροκάζανα όπου βράζουν οι μερίδες των σφαχτών και τα ντολμαδάκια, και τηγανίζονται οι πατάτες. Όμως το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στο περίφημο κασιώτικο πιλάφι που πρέπει να γίνει στη στιγμή, να στέκει το ρύζι και να είναι ζεστό όταν θα φτάσει στις τάβλες που περιμένουν καθισμένοι οι πανηγυριώτες. 


Στην κουζίνα, το κάθε πιάτο περνά μπροστά από τα τέσσερα καζάνια, από το πιλάφι, το αρνί και το κατσίκι κοκκινιστό, τα ντολμαδάκια, τις πατάτες τηγανιτές, από τη γυναίκα που βάζει την κανέλα στο πιλάφι, από την επόμενη που βάζει το πιρούνι στο πιάτο και μετά φτάνει στα χέρια των σερβιτόρων με τις άσπρες ποδιές που στέκονται σειρά και χέρι-χέρι στέλνουν τα πιάτα στα μακριά τραπέζια. Μια απέραντη ευτυχία απλώνεται στην αχανή αίθουσα και όλοι εύχονται αυτή την ιεροτελεστία του κοινού φαγητού, το πιο πλήρες αίσθημα που μπορεί να δοκιμάσει κανείς μπροστά σε ένα πιάτο φαγητό, να είναι καλά, να είναι εδώ, να ζει το πανηγύρι και να το αισθανθούν και του χρόνου. Ποτέ δε φεύγει από το νου μου η μαντινάδα που είπε ο καπετάν-Αντώνης, μετά το φαγητό, την ώρα του γλεντιού γύρω από τη λύρα και τα λαγούτα:

Όλο τον κόσμο γύρισα κι ακόμα τον γυρίζω,

μα πουθενά δεν γλέντησα, όπως εγιά γλεντίζω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου