23 Απρ 2016

Κυριακή των Βαΐων με βάγια, ψαράδες και ψαρόσουπες


Λέτε να υπάρχει DNA του Αιγαίου, ένα αδιόρατο νήμα εμπειρίας που συνδέει τα χρωμοσώματα των ανθρώπων της θαυματουργής θάλασσάς μας; Αλλιώς πώς γίνεται να αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο άνθρωποι που τους χωρίζει η αδιάκοπη ροή 5.000 χρόνων και βάλε; Δέστε πως έχει αρμαθιάσει τη ψαριά του εκείνος ο ηλιοκαμένος νεαρός ψαράς της τοιχογραφίας του προϊστορικού Ακρωτηρίου της Σαντορίνης. Κι η αρμαθιά του είναι όμορφη και λαχταριστή, όχι μόνο γιατί τα ψάρια του είναι ωραία – λένε ότι είναι κυνηγοί, αυτά τα δυνατά και επιθετικά ψάρια που εμφανίζονται σαν αστραπή και κάνουν τα μικρόψαρα να πετάγονται τρομαγμένα έξω από το νερό – αλλά και γιατί τα έχει δέσει με σοφία. Περνάς την άκρη του νήματος από τα βράγχια και την βγάζεις από το στόμα. Όταν τραβήξεις τις δυο άκρες τα ψάρια ταιριάζουν το ένα με το άλλο και δημιουργούν μια πρακτική όσο και ωραία αρμαθιά. Έτσι θυμάμαι τους ψαράδες να αρμαθιάζουν την ψαριά που ψάρεψαν γύρω από τα Αρμάθια – τα λένε έτσι γιατί μοιάζουν με μια αρμαθιά νησιά – πριν περάσουμε στην εποχή της αφθονίας του πλαστικού. Κι οι πετονιές και τα αρμίδια ήταν δυσεύρετα, και οι ψαράδες χρησιμοποιούσαν τα φύλλα της βαγιάς για να περάσουν ψάρια. Έσχιζαν το μακρύ φύλλο στη μέση, έκαναν έναν κόμπο στη μια άκρη και μετά άρχιζαν να περνούν τα ψάρια αντικριστά,  ένα από τον έναν κλώνο, έναν από τον άλλο.


Έτσι, οι λίγες ανεμαλιασμένες από τους δυνατούς αγέρηδες που σαρώνουν το πέλαγος βαγιές που μεγάλωναν στο νησί, ήσαν περιζήτητες. Άσε που το κλωνάρι τους, αν ήταν πολύ μακρύ, γινόταν εξαιρετικό καλάμι για τους σκάρους. Θυμάμαι ότι ο Παπάς του Ντελή είχε ένα τέτοιο πολύ δυνατό «καλάμι» που ψάρευε τους σκάρους με το γυαλί, αν και εκείνος ήταν μαέστρος στο ψάρεμα με τον δέτη. Όμως, ακόμα πιο περιζήτητες γίνονταν οι βαγιές τις ημέρες πριν την Κυριακή των Βαΐων. Τότε τα βάγια είχαν την τιμητική τους. Ο παπά Σπύρος έπλεκε περίτεχνα σταυρούς που διακοσμούσε με ένα κλαδάκι ανθισμένης ελιάς. Έπλεκε, έπλεκε, και κάθε σταυρό που τελείωνε τον βούλιαζε μέσα σε μια λεκάνη με νερό για να διατηρείται φρέσκος μέχρι την Κυριακή που θα τους ευλογήσει και θα τους μοιράσει στη λειτουργία στον Άγιο Δημήτριο. Οι πιστοί έβαζαν τον σταυρό στα εικονίσματα και μετά κάθονταν στο τραπέζι να φάνε τα ψάρια που τους έφερε ο ψαράς περασμένα στη βαγιά.


Στην Κάσο, το αρχοντικό φαγητό είναι η ψαρόσουπα με «άσπρα» ψάρια, όπως λένε τα λιθρίνια, τα φαγκριά και τις συναγρίδες. Ανεπίσημα όμως προτιμούν τη σούπα του (ρ)ορφού, του χριστόψαρου, του σκορπιού και οπωσδήποτε των περκόχανων. Αυτά τα τελευταία τα διάλεγαν οι περισσότεροι γιατί ήσαν και φθηνά και πολύ νόστιμα. Θεωρούσαν ότι αν προσθέσεις στη σούπα «γάρο» ή μουγκρί, αυτή γίνεται άσπρη σαν το γάλα. Οι πολλοί έκαναν την ψαρόσουπα με χανούς, πέρκες, δράκαινες, σκορπιούς και σκαρμούς. Πίστευαν ότι αν καθάριζαν τα ψάρια στη θάλασσα, αυτά γίνονται πιο νόστιμα.



Καθάριζαν λοιπόν τα ψάρια, τα έβαζαν να στραγγίξουν και τα αλάτιζαν με αλάτι από την ίδια θάλασσα. Στο τσουκάλι έβαζαν νερό, λάδι, κρεμμύδια κομμένα φέτες, καρότα κομμένα ροδέλες, πατάτες κομμένες στη μέση και ντομάτες στα τέσσερα, μαζί με κλωνάρια σέλινο, αλάτι και πιπέρι. Μόλις κόντευαν να γίνουν έβαζαν τα ψάρια που γίνονταν πολύ γρήγορα ειδικά αν ήταν περκόχανα. Απέσυραν στην πιατέλα τα βραστά ψάρια και τα λαχανικά, έλιωναν τα υπολείμματα τους και σούρωναν το ζουμί στην κατσαρόλα που θα έκαναν τη σούπα. Όταν αυτό αρχίζει να κοχλάζει ρίχνουν το ρύζι. Όταν γίνει το ρύζι κατεβάζουν την κατσαρόλα από τη φωτιά για να κρυώσει λίγο και να το αβγοκόψουν απρόσκοπτα. Χτυπούν σε ξεχωριστό μπολ ένα ή δυο αβγά καλά και μετά αρχίζουν να προσθέτουν το χυμό του λεμονιού καθώς συνεχίζουν να αναδεύουν το μίγμα. Μετά το λεμόνι προσθέτουν σιγά – σιγά ζουμί της σούπας και αραιώνουν το μίγμα χτυπώντας το με το πιρούνι. Όταν εξαντλήσουν σχεδόν όλο το ζουμί, παίρνουν αβγόκομμα με την κουτάλα και το επαναφέρουν στην κατσαρόλα με το ρύζι  ανακατεύοντας συνέχεια. Η σούπα γίνεται άσπρη, πηχτή και ομογενής. Έτσι τη θέλουν. Τη σερβίρουν πρώτη σε βαθιά πιάτα και μετά το ψάρι και τα λαχανικά με λάδι και λεμόνι, σε ρηχά. Η αλιάδα (σκορδαλιά) ήταν καλοδεχούμενη, αλλά απαραίτητη όταν είχαν (ρ)ορφό σούπα. Ο κα(η)μός μου, όπως λένε στο νησί.

22 Απρ 2016

Το Σάββατο του Λαζάρου, τα λαζαράκια και το προοίμιο της Μεγάλης Εβδομάδας



Είναι το προοίμιο των τελετουργιών που μετουσιώνουν μεταφυσικά τα μυστήρια της ζωής, αυτά που επιχειρούν να εικονογραφήσουν το θεϊκό κομμάτι του ανθρώπου. Οι εγκόσμιες δυνάμεις σταματούν μπροστά στο θάνατο και εμφανίζονται οι θεϊκές δυνάμεις. Όλα τα ανθρώπινα Πάθη απεργάζονται ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα τη θεϊκή Ανάσταση. Το ίδιο και η άνοιξη. Όλο το χειμώνα κυκλοφορούν συνωμοτικά οι χυμοί της ζωής μέσα στις αρτηρίες της φύσης για να ανθίσουν και να στολίσουν το άνυδρο νησιώτικο τοπίο. Δεν ξέρω γιατί έχουμε συνδέσει στο χωριό μου –  που εμένα μου αρέσει να το λέω Αερικό, στην Κάσο, τα περιδέραια από ορθάνοιχτες μαργαρίτες με το θάνατο.



Τέτοιες ζόλιες ετοιμάζουν με χιλιάδες μαργαρίτες που τις περνούν σε κλωστή τα κορίτσια τη Μεγάλη Πέμπτη και τις κρεμούν στο λαιμό του Εσταυρωμένου, σε αντίστιξη με  το ακάνθινο στεφάνι. Ίσως γιατί προοιωνίζουν την Ανάσταση. Τέτοια ζόλια φορά στο λαιμό του το φασκιωμένο με σεντόνι παιδί του σχολείου που παριστάνει τον Λάζαρο, επικεφαλής της πομπής που λέει αυτά τα ιδιότυπα κάλαντα γυρνώντας σπίτι-σπίτι:

Σήμερον έρχεται ο Χριστός, ο επουράνιος θεός
Εις την πόλη Βηθανία Μάρθα κλαίου και Μαρία
Λάζαρο τον αδερφό τους, τον γλυκύ και γκαρδιακό τους
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν
Την ημέρα τη τετάρτη κίνησε ο Χριστός για να ’ρθει
- Αν ερχόσουνα Χριστέ μου, δεν θα πέθαν’ ο αδερφός μου
Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει
- Δεύρο έξω Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου
Τότε η Μάρθα κι η Μαρία, τότε όλη η Βηθανία
Το θεό δοξολογούσι και το Λάζαρο ρωτούσι.
- Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες
- Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους
Της καρδίας των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον
Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι.

Τα παιδιά έλεγαν τον «Αλάζαρο» και μάζευαν αβγά που τα πουλούσαν για να εξυπηρετήσουν κάποιες ανάγκες του μονοθέσιου δημοτικού σχολείου. Τα αβγά βρίσκονταν πολύ ψηλά στο χρηματιστήριο των ημερών γιατί ήταν απαραίτητα για να τα βάψουν κόκκινα. Κι εδώ έπαιζαν το ρόλο τους οι μαργαρίτες, γιατί με αυτές επλούμιζαν τα βαμμένα αβγά. Στερέωναν πάνω στο αβγό μια μαργαρίτα «ζωντανή» με νάιλον κάλτσα και τα εμβάπτιζαν μαζί στο σκεύος με τη μπογιά. Με τον ίδιο τρόπο σχεδίαζαν και άλλα άνθη και φύλλα πάνω στα βαμμένα αβγά.


Στο μεταξύ οι νοικοκυρές είχαν ζυμώσει και ψήσει ήδη στα σπίτια τα λαζαράκια, τα ανθρωπόμορφα τσουρέκια της ημέρας. Η Καλλιόπη τα φτιάχνει με τη συνταγή της θείας της Ειρήνης:

Ζυμώνει ένα κιλό αλεύρι, δυο δάκτυλα μαγιά, τρεις χούφτες ζάχαρη, δυο χούφτες λάδι, σταφίδες, τριμμένα γαρύφαλλα και κανέλα. Αφήνει το ζυμάρι να φουσκώσει και μετά πλάθει τα λαζαράκια. Για τα μάτια και τη μύτη χρησιμοποιεί ολόκληρα γαρύφαλλα που στην Κάσο τα λένε πολύ ποιητικά μοσκοκάρφια. Και το λουλούδι, τη γαριφαλιά, έτσι τη λένε: μοσκοκαρφιά. Και πάλι αφήνει τα λαζαράκια να ανε(β)ούν και μετά τα ψήνει στην αρχή στους 200 βαθμούς και μετά κατεβάζει τη θερμοκρασία του φούρνου στους 180 βαθμούς.