14 Φεβ 2013

Γίδα βραστή στο μονοπάτι της χαράδρας του Ενιπέα στον Όλυμπο



Το υπέροχο μονοπάτι που κατεβαίνει από τα Πριόνια στο Λιτόχωρο, μέσα από τη μυθική χαράδρα του Ενιπέα, ήταν παγωμένο στην αποσκερή πλευρά της. Είναι φοβερή η αίσθηση να περπατάς στον… αέρα, αλλά γι αυτό υπάρχουν οι συντροφιές των περιπατητών και οι έμπειροι οδηγοί όπως ο Πέτρος Μήλιος, πρόεδρος του Ορειβατικού Συλλόγου Κατερίνης, που ήταν μαζί μας. Έτσι, κρατώντας ο ένας τον άλλο με το ένα χέρι και καρφώνοντας το μπατόν στον πάγο με το άλλο, κατεβήκαμε στο βάθος της κοίτης του Ενιπέα και περάσαμε απέναντι πάνω από το γραφικό ξύλινο γεφύρι. Από την προσπάθεια να ισορροπήσουμε πάνω στο παγωμένο μονοπάτι, δεν προσέξαμε όσο θα έπρεπε το τοπίο γύρω μας. Τώρα όμως που τα πεσμένα, υγρά, φύλλα  έφτιαχναν ένα ασφαλές χαλί κάτω από τις μπότες μας, μπορούσαμε απερίσπαστοι να κοιτάξουμε πάνω από τα κεφάλια μας τις λυγερόκορμες, γυμνές, οξιές και τα ψηλόλιγνα πεύκα που έτειναν τις κορυφές τους προς το Θρόνο του Δία.


Φτάσαμε στον πανέμορφο καταρράκτη, που το καλοκαίρι η πρασινογάλαζη λίμνη του γίνεται μια απίθανη πισίνα για τους πεζοπόρους, και κάναμε μια στάση για το πρόγευμα, κέικ και ξηρούς καρπούς, που είναι απαραίτητο εφόδιο για τους ορειβάτες. Το φαγητό του βουνού, των ορειβατών και των καταφυγίων, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που την πρώτη σελίδα της ανοίξαμε εδώ μέσα στη χαράδρα του Ενιπέα και αργότερα πήγαμε και στην επόμενη, στην αφετηρία και το τέλος της διαδρομής μας στα Πριόνια, στο «2.917» του Γιώργου Κυρίτση. Προς το παρόν, πήγαμε μέχρι τη βραχοσκεπή του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, όπου πίσω από το μικρό εκκλησάκι αναβλύζει με θαυμαστή δύναμη γάργαρο νερό, αγίασμα για τους πιστούς, και επιστρέψαμε πίσω, στην παλιά μονή του Αγίου Διονυσίου, ένα επιβλητικό κτίσμα αναπόσπαστο τμήμα της χαράδρας που δεν εξαφάνισαν ούτε η καταστροφική μανία των Γερμανών κατακτητών. Από εκεί επιστρέψαμε από τον ασφαλτόδρομο στα Πριόνια, αντικρίζοντας από κάποιες στροφές ακόμη και τον Μύτικα.


Στο βουνό οι συντροφιές δένουν, ειδικά όταν υπάρχουν δυσκολίες και η αλληλοβοήθεια είναι απαραίτητη. Ωστόσο ακόμη πιο πολύ δένουν οι συντροφιές γύρω από το τραπέζι στο τέλος της διαδρομής. Και η ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο Δημήτρης Κυρίτσης στο «2.917»  –το ύψος του Μύτικα–, στα Πριόνια, είναι όντως ορειβατικού καταφυγίου. Και τα φαγητά είναι του βουνού: εξαιρετική γίδα βραστή και απίθανη φασολάδα, και μαζί φέτα ψητή, ελιές, σαλάτες, χόρτα. Στον Όλυμπο λειτουργούν πολλά καταφύγια που έχουν δημιουργήσει έναν δικό τους γευστικό κώδικα. Τώρα το χειμώνα λειτουργούν επίσης τα εστιατόρια των καταφυγίων στον Σταυρό, πιο κάτω πάνω στο δρόμο για τα Πριόνια, και στα Κρεβάτια, από την άλλη πλευρά του βουνού πάνω από Δίον. Από τον Μάρτιο θα ανοίξουν και τα ψηλότερα, στη Σαρακατσάνα απέναντι στα Πιέρια - όπου ο Πέτρος Μήλιος υποσχέθηκε να μας μυήσει στα μυστικά της φασολάδας - και στο δρόμο για τις κορυφές του μυθικού βουνού, στα καταφύγια «Σπήλιος Αγαπητός», «Γιόσος Αποστολίδης» και «Χρήστος Κάκαλος», στο οροπέδιο των Μουσών, ένα βήμα πριν τον Θρόνο του Δία. Φεύγοντας ευχαριστημένοι, ο Δημήτρης Κυρίτσης μας έδωσε τη συνταγή του για τη βραστή γίδα:


Γίδα βραστή του Δημήτρη Κυρίτση
Πλένουμε τις μερίδες της γίδας και τα βάζουμε στην κατσαρόλα πάνω στη φωτιά. Αφού πάρουν μια βράση, πετάμε το πρώτο νερό και πλένουμε ξανά το κρέας καλά. Το βάζουμε και πάλι στην κατσαρόλα μαζί με 5-6 καρότα, 2 κρεμμύδια, 5-6 μικρές πατάτες, σέλινο, λάδι, πιπέρι, αλάτι και έναν κύβο λαχανικών. Στο τέλος δυο κουτάλες από το ζωμό με ένα λεμόνι και δυο κουταλιές αλεύρι, τα χτυπάμε στο μίξερ για να χυλώσουν και ρίχνουμε το μίγμα ξανά στην κατσαρόλα για να χυλώσει το φαγητό.