18 Φεβ 2016

Κολλιτσάνοι, το θαύμα των μικρών βυθών και των μικρών πατρίδων. Ένας σπάνιος μεζές που ανασύρθηκε από τη μνήμη και τη θάλασσα της Κάσου


                             «Τα προτερήματα ενός μικρού βυθού»

Νόστιμον ήμαρ. Η λέξη νόστιμος έχει την ίδια ρίζα με το νόστος και το νέμομαι, επιστρέφω τις πηγές μου. Νόστιμο είναι αυτό που έχει τη γεύση της επιστροφής στον γενέθλιο τόπο. Όπως η γεύση των τηγανιτών κολλιτσάνων, αυτών των προτερημάτων των μικρών βυθών, μια παλιά ιστορία ανασύρθηκε από τη μνήμη το περασμένο Αύγουστο στην Κάσο. Στον ίδιο τόπο, πολλά χρόνια πριν, στην άκρη του νου μου είχε καθίσει ένας ορτάκης στα ξέφρενα παιχνίδια μας να λέει κάποια στιγμή ότι έφαγε τηγανιτά κοριτσάνια. Έτσι τα λέμε στο νησί, έτσι μου τα είπε και ο Μιχάλης του Αγά στην κουζίνα του εστιατορίου του στον Εμπορειό, τηγανίζοντας κεφτέδες από φάβα. Η γιαγιά μου, η Νιανιά του Αγά, κατέβαινε στον Άγιο Κωνσταντίνο και το Κατάρτι, μου είπε, μάζευε κοριτσάνια  και τα έκανε τηγανιτά. Ήδη ο νους μου έτρεχε προς τη βραχώδη, αλλά ομαλή ακτή ανάμεσα στο λευκό εκκλησάκι πάνω στα βράχια και το Αεροδρόμιο. Και πώς είναι Μιχάλη; Θα τα γνωρίσω; Ετσιά σα μικρό αχταπό(δ)ι είναι, με λίγο μοβ στα χαλιά του. Και πού τα βρίσκω; Στους με(γ)άλους αρούς που μπαίνει μέσα η θάλασσα. Και πώς τα κάνουν; Τα πλύνεις καλά πολλά νερά για να φύγει ο άμμος, τα αλευρώνεις, και τα τηγανίζεις στο καυτό λάδι.



«Έφαγα τον κόσμο» στο Κατάρτι, αλλά κολλιτσάνους δεν είδα πουθενά. Βρήκα όμως πολύ ωραίες κοιλότητες στους βράχους, για να φωτογραφίσω το πατελιόρυζο στο φυσικό περιβάλλον των πεταλίδων, απέναντι στα «εξωτικά» Αρμάθια, τα Πεντικονήσια και τη Λύτρα. Την επομένη, όταν ήλιος πήγαινε να βουτήξει στη θάλασσα πίσω από τους νήσους των Κασίων, εγώ φωτογράφιζα το πιλάφι με τις πεταλίδες, και ξαφνικά είδα τους κολλιτσάνους να κουνούν τα πλοκάμια τους στο ασθενές ρεύμα που δημιουργούσε το ξέπνοο μελτέμι μέσα στη μικρή θάλασσα, δίπλα στην μεγάλη και απέραντη. Ήταν αργά και την επομένη το απόγευμα περνούσε το καράβι της Άγονης Γραμμής που θα με έπαιρνε από τον μικρό παράδεισό μου και θα με πήγαινε στον Πειραιά μέσω της ερήμου του Αιγαίου, την Ανάφη και τη Σαντορίνη. Είχα όμως όλο το πρωινό δικό μου και το αφιέρωσα στις μικρές, θαλάσσιες ανεμώνες. Γιατί αυτό είναι οι κολλιτσάνοι, θαλασσινές ανεμώνες που έχουν και ένα ελαφρύ δηλητήριο στις άκρες των πλοκαμιών τους. 


Είναι λουλούδια κολλημένα στο βράχο του βυθού με την άκρη του σώματός τους  και η άλλη άκρη του είναι πολυπλόκαμη που κολλά πάνω στα πλοκάμια-πέταλα η τροφή τους. Λες όμως και ήθελαν να γίνουν δική μας τροφή, γιατί κολλούσαν πάνω στο κουτάλι που είχα για να τα ξεκολλήσω από το βυθό, όταν το πάντα ανήσυχο σε αυτήν την περιοχή στο «μάτι του μελτεμιού» κύμα, απειλούσε να παρασύρει στα ανοιχτά τα αποκολλημένα κοριτσάνια.


Επέστρεψα στο σπίτι με ένα μπολ γεμάτο κολλιτσάνους που έφεραν πανικό στο σπίτι. Οι αδελφές μου φώναζαν να μην τους φάω, τώρα μάλιστα που είχα και ταξίδι μπροστά μου και δεν γνώριζαν τι μπορούσε να μου συμβεί. Εγώ όμως τα έπλυνα πολλά νερά να φύγουν από πάνω τους ο άμμος και τα πετραδάκια και καθώς τα κοριτσάνια μαζεύτηκαν και έγιναν μια μικρή μπάλα, τα έριχνα μέσα στο αλεύρι που κολλούσε πάνω τους καθώς το σώμα τους ήταν ακόμη κολλώδες. Το παραπάνω αλεύρι δεν πείραζε καθόλου, γιατί καθώς ξεροψήνονταν στο ελαιόλαδο, οι μικρές, ροδοκόκκινες, μπουκιές θαλασσινής γεύσης γίνονταν πιο τραγανές, κατσουνάτες όπως θα έλεγε και ο Μιχάλης του Αγά. Πρόσθεσα μόνο λεμόνι στις νόστιμες μικρές μπάλες με τις καπηρές (ξεροψημένες) ακρούλες και τις απόλαυσα όλες. Η νοστιμιά τους – γεύση των ελάχιστων βυθών των μικρών τόπων – με ακολουθούσε καθώς το καράβι ξεμάκραινε από τους νήσους των Κασίων, και με ακολουθεί…


Η προμετωπίδα  του κειμένου είναι από το βιβλιαράκι του ζωγράφου Αλέκου Κυραρίνη, «Οι ερωτήσεις της Νεφέλης»