26 Οκτ 2014

Ζαρκαδίσια μανιτάρια τηγανιά από το Δίλοφο Ζαγορίου


Στις παιδικές μνήμες από τη ζωή στο νησί, τα μανιτάρια – οι αμανίτες όπως τα λέγαμε εκεί με το αρχαίο όνομά τους –  αναδυόντουσαν μέσα από την αμούχλα – την ομίχλη – των νοτίων ανέμων, μετά τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου. Οι εξορμήσεις των μεγάλων για τη συλλογή μανιταριών ήταν ανάλογες του κυνηγιού και του ψαρέματος. Ήξεραν καλά τις περιοχές και μπορούσαν να βρουν το μονοπάτι μέσα στην ομίχλη. Εμείς τους ακολουθούσαμε σε αυτά τα σπουδαία γεγονότα και συναρπαζόμασταν όταν βλέπαμε ένα μανιτάρι να προβάλλει από το νοτισμένο χώμα και να λάμπει μέσα στο «παράθυρο» της ομίχλης. Καμιά φορά όμως πηγαίναμε και μόνοι μας, όταν δεν είχε ομίχλη, αλλά με φτωχή συγκομιδή. Σε μια από αυτές τις εξορμήσεις μου ήρθε να πω κάτι που περίπου θυμόμουν ότι είχε πει ο δάσκαλος: το μανιτάρι δεν είναι ακριβώς φυτό, αλλά είναι και λίγο ζώο. Μόλις επιστρέψαμε στο χωριό, ο πιο μικρός της παρέας δεν έχασε καιρό, στάθηκε στη μέση του καφενείου της Μαρούκλας και ανακοίνωσε ότι ο Νικόλας του Μαστροπαύλου λέει ότι ο αμανίτης έχει αντέρια. Όλοι, βέβαια, γέλασαν ειρωνικά, γιατί όσες φορές είχαν γευτεί αυτό το σπάνιο έδεσμα τηγανιτό ή κεφτέδες, όπως το μαγείρευαν στο νησί, δεν είχαν διαπιστώσει να έχει έντερα.


Έλεγα αυτή την ιστορία στον Μανώλη και τη Σεβαστή καθώς ξεκινούσαμε ένα σαφάρι μανιταριών γύρω από τα δρυοδάση στο Δίλοφο του κεντρικού Ζαγορίου. Μας ξεπροβόδισε ο Τάκης, στην πόρτα του εστιατορίου «Λίθος», με την υπόσχεση ότι θα μαγειρέψει μετά το προϊόν των κόπων μας. Φορούσε μια ποδιά με αποτυπωμένη πάνω της την διατροφή της αρκούδας, τα ίχνη της οποίας είδαμε έντονα δίπλα στα μελίσσια του Μανώλη. Είχε κατατσακίσει ένα φορτωμένο με βελανίδια δένδρο, για να τα φάει. Στο μεταξύ προλάβαμε να συλλέξουμε γρήγορες, εικόνες από γκρίζα πέτρα, καθώς περπατούσαμε στα  γοητευτικά καλντερίμια του Δίλοφου, ενός από τα πιο παραδοσιακά και όμορφα χωριά της χώρας πίσω από τα βουνά. Μας χαιρέτισαν η κυρία Κλειώ και μια γειτόνισσά της, που κάθονταν  στη σκιά του ψηλού, πέτρινου καμπαναριού.



Μετά το τραπέζι της αρκούδας, μπήκαμε και στο ενδιαίτημα των μανιταριών, τα στρωμένα με κοκκινωπά φύλλα άλση βαλανιδιάς. Τα μανιτάρια αναδύονται μέσα από τη γη, παραμερίζοντας τα βρεγμένα φύλλα. Γι αυτό έχουν τη γεύση και το άρωμα του τόπου. Ο Μανώλης ψάχνει κάτω για να βρει μανιτάρια, αλλά και πάνω στα δένδρα, γιατί αρκετά εδώδιμα είδη, όπως τα πολύ παράξενα αρνάκια, φυτρώνουν πάνω στους κορμούς. Φυσικά, προσπερνά χωρίς δεύτερη σκέψη όποιο μανιτάρι δεν γνωρίζει και δεν είναι σίγουρος ότι είναι άκακο. Δεν προσπερνά βέβαια τα ζαρκαδίσια, τα ωραία εδώδιμα μανιτάρια που συναντήσαμε τη στιγμή που πιστέψαμε ότι το κυνήγι μας, αρκετές ημέρες μετά την τελευταία βροχή, δεν είχε καμιά τύχη. Το μπουκέτο με τα μανιτάρια έφερε ο Μανώλης κοντά στη μύτη του και ένα χαμόγελο ευτυχίας και ευχαρίστησης φώτισε το πρόσωπό του. Το ίδιο έκανε και η κυρία Κλειώ που ήταν ακόμη στη θέση της, κόβοντας προσανάμματα για το τζάκι, όταν επιστρέψαμε. Πήρε μια κουκούμπέλα όπως την είπε, τη μύρισε, και ζήτησε από τον Μανώλη να της την αφήσει να την τηγανίσει. Της υποσχέθηκε ότι θα της κάνει το χατίρι μια άλλη φορά και συνεχίσαμε για τον προορισμό μας, τον Λίθο.



Ο Τάκης μας περίμενε με ακονισμένο το μαχαίρι του. Πετάχτηκε ο Μανώλης να φέρει φρέσκο μαϊντανό από τον κήπο, και εκείνος στο μεταξύ άρχισε να ψιλοκόβει ένα παλιό κρεμμύδι το οποίο έβαλε στο τηγάνι με αρκετό ελαιόλαδο. Πρόσθεσε μισή κόκκινη πιπεριά Φλωρίνης κομμένη σε ροδέλες, αρκετό μαϊντανό ψιλοκομμένο, σκόρδο επίσης ψιλοκομμένο, μια τριμμένη ντομάτα, αλάτι και πιπέρι. Μετά έβαλε και τα μανιτάρια κομμένα και αφού τσιγαρίστηκαν όλα μαζί τα συστατικά του φαγητού, τα έσβησε με κρασί και τους έβαλε φωτιά. Συνέχισε για λίγο το σοτάρισμα μέχρι να δέσει το φαγητό. Σέρβιρε την τηγανιά πασπαλισμένη και με φρέσκο μαϊντανό.


Τα μανιτάρια στη σχάρα έφτασαν στο τραπέζι μετά από πιο απλή διαδικασία για να κρατήσουν όσο είναι δυνατό την αυθεντική γεύση και τα αρώματά τους. Ψήθηκαν στα κάρβουνα και από τις δύο μεριές και μετά μπήκαν στο πιάτο με ψιλοκομμένο σκόρδο, φρέσκο μαϊντανό, ξύδι βαλσάμικο και μπόλικο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο.


14 Οκτ 2014

Συντροφιές στα καταφύγια του Ολύμπου και των Πιερίων με φαγητά του βουνού, φασολάδα, γίδα βραστή και κεφτεδάκια


Συντροφιά πάει να πει βρισκόμαστε γύρω από το στρωμένο τραπέζι και τρώμε παρέα. Κι οι συντροφιές που σμίγουν στο βουνό είναι οι πιο δεμένες και οι πιο δυναμικές. Κράτα με να σε κρατώ ν’ ανεβούμε στο μοναδικό στον κόσμο βουνό, τον Όλυμπο. Το αισθάνθηκα στα πολύ χαμηλά, βεβαίως, του θεϊκού βουνού, χειμώνα καιρό, στην ειδυλλιακή χαράδρα του Ενιπέα. Σαν να μην πατούσα στο παγωμένο μονοπάτι, όταν ένοιωσα ένα συντροφικό χέρι να με συγκρατεί και να με προσγειώνει. Με δυο επιπλέον πολύ πιο έμπειρα πόδια, φτάσαμε στα Πριόνια, στο καταφύγιο του Δημήτρη Κυρίτση «2.917» – όσο και η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας, ο Μύτικας –  και χωθήκαμε στη θαλπωρή του. Το ίδιο χέρι έσπρωξε μπροστά μου τη φέτα με τη ντομάτα το ελαιόλαδο και τη ρίγανη, ψημένη στο αλουμινόχαρτο πάνω στη ξυλόσομπα του «καταφυγίου» του Δημήτρη Κυρίτση στα Πριόνια, όπου έσμιξε ξανά η συντροφιά της χαράδρας του Ενιπέα μαζί με τα ποτηράκια του τσίπουρου.



Τα Πριόνια, στα 1.100 υψόμετρο, είναι η χαμηλότερη, αλλά η πλέον αχολόσκαστη γεύση του Ολύμπου, αφού πάει εκεί ασφαλτοστρωμένος δρόμος 10 χλμ. από το Λιτόχωρο. Η πιο εύκολη διαδρομή μέσα στη γοητεία του Ολύμπου είναι η άνοδος από το Λιτόχωρο έως τα Πριόνια από τη χαράδρα του Ενιπέα, που κι αυτή δεν είναι και τόσο απλή καθώς ο πεζοπόρος πρέπει να διατρέξει ανηφορική διαδρομή διάρκειας 4 ωρών. Τελικά η πιο ξεκούραστη εμπειρία στον Ολυμπο είναι το τελευταίο κομμάτι του μονοπατιού, αλλά προς τα κάτω, από τα Πριόνια μέχρι το παλιό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, περίπου 2 χλμ., όταν κι αυτό δεν είναι παγωμένο στα ανήλιαγα τμήματά του. Και βέβαια η πιο ζεστή εμπειρία είναι μετά, όταν η παρέα των πεζοπόρων σμίγει μέσα στο καταφύγιο και αρχίζουν να έρχονται στο τραπέζι ψωμί, ελιές, χόρτα του βουνού, μαζί με το κρασί. Αλλά το πραγματικά χαρακτηριστικό φαγητού του βουνού, η γίδα βραστή, αποκαλύπτεται μέσα σε ένα στην άχλη των μυρωδάτων ατμών της, όταν ο Δημήτρης ανοίγει το καζάνι που κοχλάζει πάνω στη ξυλόσομπα. Όπως συνήθως συμβαίνει, το πιο απλό και πρωτογενές είναι και το πιο γευστικό. Και επιπλέον παίρνει νοστιμιά από την ατμόσφαιρα γύρω από το τραπέζι που το κρατά ζεστό.



Ο Δημήτρης μιλά για το μαγικό βουνό όπως αναφέρεται στα καθημερινά του πράγματα. Πάνω από εδώ απλώνεται η αλυσίδα των καταφυγίων του Ολύμπου «Σπήλιος Αγαπητός», «Γιόσος Αποστολίδης» και «Χρήστος Κάκαλος», στο οροπέδιο των Μουσών, μυρισμένα από την ατμόσφαιρα των ορειβατικών συντροφιών και το άρωμα του φαγητού του βουνού. Αυτά τα ψηλά καταφύγια, που στο πρώτο φτάνεις από το Μονοπάτι της  Σιωπής, το προχωρημένο φθινόπωρο θα τα βυθίσει στην τέλεια σιωπή τους, ενώ τα χαμηλότερα, στα Πριόνια και ακόμη πιο χαμηλά στον Σταυρό, η βουή της παρέας θα συνεχίσει να αντηχεί στην χαράδρα του Ενιπέα. Κι ο Δημήτρης θα συνεχίσει να ετοιμάζει τη βραστή γίδα του:


Πλένουμε τις μερίδες της γίδας και τα βάζουμε στην κατσαρόλα πάνω στη φωτιά. Όταν πάρουν μια βράση οι μερίδες πετάει το πρώτο νερό και πλένει ξανά το κρέας καλά. Το βάζει και πάλι στην κατσαρόλα μαζί με 5-6 καρότα, 2 κρεμμύδια, 5-6 μικρές πατάτες, σέλινο, λάδι, πιπέρι, αλάτι και έναν κύβο λαχανικών. Στο τέλος προσθέτει στο φαγητό δυο κουτάλες από το χυμό ενός λεμονιού και δυο κουταλιές αλεύρι ομογενοποιημένα στο μίξερ για να χυλώσει το φαγητό.



Το χέρι που ένοιωσα να με συγκρατεί και να με στηρίζει ήταν του πολύ έμπειρου ορειβάτη Πέτρου Μήλιου. Το δικό του στέκι όμως δεν είναι εδώ στον Όλυμπο, αλλά απέναντι στα Πιέρια, στη Σαρακατσάνα. Εκεί αναζητήσαμε το δεύτερο πιο χαρακτηριστικό φαγητό του βουνού, τη φασολάδα. Ο δρόμος που ξεστρατίζει από τη Ρητίνη (17 χλμ. μέχρι το καταφύγιο) έχει χαλάσει τώρα και μόνο οχήματα με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς μπορούν να ανέβουν στα 1860 υψόμετρο. Εκεί μπορεί να σας περιμένει ο Πέτρος Μήλιος (τηλ. 6979842633) για να σας στρώσει το τραπέζι με το άλλο χαρακτηριστικό φαγητό του βουνού, τη φασολάδα της μητέρας του:



Αποβραδίς βάζει τα φασόλια να φουσκώσουν σε κρύο νερό και το πρωί να ξεπλένει και τα στραγγίζει. Ξεκινά το βράσιμο στο γκάζι, που εδώ το μεγάλο υψόμετρο και το σκληρό νερό απαιτούν διπλάσιο χρόνο, γι’ αυτό χυλώνει τόσο όμορφα το φαγητό. Όταν μετά από 4 με 5 ώρες τα φασόλια αρχίζουν να μαλακώνουν, προσθέτει το σέλινο, το καρότο, την κόκκινη πιπεριά, το κόκκινο πιπέρι, το ψιλοκομμένο παλιό κρεμμύδι, τα ντοματάκια ή τον ντοματοπελτέ, τις φρέσκες ντομάτες που το νοστιμεύουν, και λίγο πριν το τέλος, το λάδι και το αλάτι.


Το ωραίο λουκάνικο το φτιάχνει ο Γιώργος Ζήσης στη Βρία, ο οποίος έχει και κρεοπωλείο στην Κατερίνη απέναντι από τον σταθμό του ΚΤΕΛ. Το τσίπουρο με γλυκάνισο είναι από τη Βροντού και η φέτα αγοράζεται από μαντρί εδώ πιο πάνω από το καταφύγιο.



Έξω από το καταφύγιο, από τα τραπέζια με τους ξύλινους πάγκους, απολαμβάνεις τη θέα της κοντινής γραμμής των Πιερίων, το Χτένι, με φόντο τις κορυφές του Ολύμπου, τον Προφήτη Ηλία, τον Μύτικα και πίσω του το Σκολιό. Πάντα σε συνεπαίρνει η θέα των κορυφών του θεϊκού βουνού, αλλά δεν φαντάζεσαι ότι υπάρχει δρόμος να φτάσεις τόσο κοντά τους χωρίς τις ικανότητες και την προσπάθεια δεινού ορειβάτη. Κατεβήκαμε από τις κατάφυτες πλαγιές των Πιερίων για να κινηθούμε σε έναν από τις πιο ωραίες ελληνικές στράτες που μπορεί να διατρέξει ο περιηγητής, μεταξύ θεών και Μουσών, μέχρι τον Αγιο Δημήτριο και το Κτήμα Μπέλλου (www.ktimabellou.gr). Από εκεί  ξεκινήσαμε την πορεία μας με τον Λάζαρο Μπέλλο σε ένα άλλο τοπίο, στην πλαγιά του Ολύμπου από τη μεριά του Κοκκινοπλού, μέχρι τη Μεγάλη Γούρνα και το πέτρινο μικρό καταφύγιο Χριστάκη, στα 2.450 υψόμετρο, μια ανάσα, ή καλύτερα 1 ώρα καλό περπάτημα από τη κορυφή Σκολιό, από βατό μονοπάτι, χωρίς τις φοβερές δυσκολίες για τους αμύητους των κορυφών του Ολύμπου. Στο δρόμο γνωριστήκαμε με το απίθανο τσάι του θεϊκού βουνού, που είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στην πλαγιά με την απεριόριστη θέα στις παρυφές του απέραντου Θεσσαλικού κάμπου και το αναζητούσαν εναγωνίως. Ήταν μέσα Ιουλίου αλλά η άνοιξη καλά κρατούσε ακόμη εδώ στα ψηλά.


Ακόμα πιο ψηλά, στην καλύβα Χριστάκη, βρήκαμε την καλή συντροφιά του Άρη Μπράτσιου, που θα διανυκτέρευε εκεί, να τρώει και να πίνει γύρω από το τζάκι. Και το τραγούδι δεν άργησε να ακουστεί: «Ανέβηκα στον Όλυμπο κι αγνάντεψα τριγύρω / τριγύρω γύρω θάλασσα, στη μέση πεδιάδα / κι από μεριά κλεφτόπουλα» ή «Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται / κι ο νους μου από τα σένα, δεν συμμαζώνεται». Πράγματι είχε αρχίσει να σουρουπώνει εδώ επάνω στη Μεγάλη Γούρνα, μιάμιση ώρα δύσκολου και απαιτητικού δρόμου με όχημα 4Χ4 φυσικά, μακριά από τον «πολιτισμό» και τα σύννεφα του νου. Εδώ είναι πολύ κοντά σου πραγματικά σύννεφα και όλα φαντάζουν καθαρά και πιο νόστιμα, ειδικά τα κεφτεδάκια της κυρίας Αλεξάνδρας που τόσο ανοιχτόκαρδα μας φίλεψε μαζί με τόσα άλλα. Το έχουν αυτό οι συντροφιές του βουνού και πάνω απ’ όλα αυτή είναι η εξαιρετική νοστιμιά τους.


Η κυρία Αλεξάνδρα δεν μας φίλεψε κεφτεδάκια για μια φορά μόνο, αλλά μας έδωσε και τη συνταγή τους: Χρησιμοποιεί κιμά από 60% χοιρινό σπιτίσιο, 10% άγριο και 30% πρόβιο. Κάποιες φορές έκανε και με μουνούχι. Καρυκεύει τον κιμά με αλάτι, κόκκινο και μαύρο πιπέρι και ένα κρασοπότηρο τσίπουρο με γλυκάνισο, και προσθέτει δυόσμο, μαϊντανό, κρεμμύδι παλιό ψιλοκομμένο, μπούκοβο, φρυγανιά ή ψωμάκι ξερό και ένα με δυο αβγά. Τα πλάθει, αλείφει το ταψάκι με λάδι και στο φούρνο.