19 Απρ 2015

Ενεργειακά τοπία στη χαράδρα του Ενιπέα στον Όλυμπο και στην τράπεζα της μονής Αγίου Διονυσίου με μοναστηριακά γιουβαρλάκια από ψάρι


«Όσες φορές κι αν κοιτάξω τον Όλυμπο, ποτέ δεν τον χορταίνω» μου είπε μια φορά ο φίλος μου ο Γιώργος καθώς ανεβαίναμε τον κεντρικό δρόμο του Λιτόχωρου που μοιάζει να συνεχίζει μέσα στη χαράδρα του ποταμού Ενιπέα. Και όντως κάθε φορά που προσεγγίζω το θεϊκό βουνό, αισθάνομαι  ότι  η ενέργειά του είναι ανεξάντλητη.  Και το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, σύμβολο της νέας θρησκείας στον καθεδρικό «ναό» της παλαιάς,  είναι βασικό κοίτασμα αυτής της ενέργειας, άρτυμα αγιοσύνης του τοπίου. Ειδικά η παλιά μονή, καθώς αναδύεται σαν λιθόκτιστο νησί μέσα στην καταπράσινη θάλασσα, στο χρώμα των βράχων που δημιουργούν την κορωνίδα της απέναντι κόψης. Κι όμως, αυτό το άνθος της πέτρας είχε μετατραπεί στην Κατοχή σε ερείπια. Οι Γερμανοί το ανατίναξαν για να εκδικηθούν τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα. Όμως το μοναστήρι εξακολουθεί να ζει και να εξελίσσονται οι ιστορίες του.


Στο μουσείο της νέας μονής Αγίου Διονυσίου, σχεδόν πάνω στον συναρπαστικό  δρόμο για τα Πριόνια, πριν τη διασταύρωση για το παλιό μοναστήρι, ο πατέρας Πορφύριος μας μιλούσε για τα δώρα που έκρυβε στα ενθυμήματά του από την Κατοχή στην Ελλάδα ένας Γερμανός στρατιώτης. Νεαρός, τότε, συμμετείχε στο τάγμα που κάλυπτε την ομάδα που υπονόμευσε και ανατίναξε το μοναστήρι το 1943. Είχε πάντα στη ψωμοθήκη του μια Leica και κρατούσε φωτογραφικές στιγμές. Αλλά κρατούσε και ημερολόγιο με λέξεις από τις ημέρες του στην Ελλάδα. Φανταστείτε την έκπληξη όλων όταν στο δημοτικό κατάστημα του Λιτοχώρου έφτασε ο φάκελος με τις φωτογραφίες του μοναστηριού όταν ακόμη έστεκε υπερήφανο στην όχθη της χαράδρας του Ενιπέα, πριν μετατραπεί σε σωρό ερειπίων. Ανάμεσά τους και ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο, οι Γερμανοί στρατιώτες με τα εκρηκτικά στα χέρια ποζάρουν στην αυλή του μοναστηριού. Οι φωτογραφίες ήρθαν την αποφασιστική στιγμή, όταν το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης εκπονούσε τις μελέτες για την αναπαλαίωση του μοναστηριού και πολλές λεπτομέρειες των κτισμάτων πριν την καταστροφή ήσαν άγνωστες στους μελετητές. Μετά την κουβέντα με τον πατέρα Πορφύριο για τον Γερμανό στρατιώτη και τις φωτογραφίες του, πήγαμε στην τράπεζα της νέας μονής του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω για το δείπνο. Είχαν γιουβαρλάκια με κιμά από ψάρι.


Πάντα η μονή του Αγίου Διονυσίου ήταν σημείο αναφοράς μου, κάθε φορά που πλησίαζα το θεϊκό βουνό. Μάλιστα, είχα βρει μια μικρή ιστορία που συνδέει τον Όλυμπο με την Σκιάθο και είχα γράψει:

«Κανών ικετήριος εις τον όσιον Διονύσιον τον εν Ολύμπω, διά  χειρός Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πως μπήκε στα εκκλησιαστικά χειρόγραφα του σκιαθίτη  κοσμοκαλόγερου ο όσιος του κατά τον Όμηρο «πολυδειρά», πολύκορφου, βουνού των θεών; “Ωδήν προσάξω τήνδε Διονυσίω” λέει με την ακροστιχίδα των τροπαρίων του σε ήχο πλάγιο β΄ ο “λαμπριάτικος ψάλτης”, ο οποίος μαζί με τον άλλο Αλέξανδρο, τον Μωραϊτίδη,  επέβαλαν στους συμπατριώτες τους να εορτάζουν (27 Ιανουαρίου) τη μνήμη του Οσίου στο νησί των κουκουναριών, επειδή αναφέρεται στο βίο του και ένα θαύμα που έκανε στη Σκιάθο. Μάλιστα η εικόνα του Οσίου υπάρχει στο τέμπλο του καθεδρικού ναού των Τριών Ιεραρχών, όπως και πάνω από την κύρια είσοδο του μοναστηριού στο φαράγγι του Ενιπέα ψηλά πάνω από το Λιτόχωρο. Με άλλα λόγια αλλά με το ίδιο πάθος ο περιηγητής Leon Heuzey γεφυρώνει τη θαλασσινή αύρα της Σκιάθου με την ομίχλη του βουνού: “Ο Άγιος Διονύσιος έχει μεγάλη φήμη σε όλη την ορθόδοξη Εκκλησία. Η τοποθεσία του μοναστηριού είναι μοναδική στον κόσμο. Είναι χαμένη στο βάθος ενός τεράστιου φαραγγιού, ανάμεσα σε δύο ορθοπλαγιές που ορθώνονται ψηλά μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Πεύκα αιωρούνται παντού στις άκρες των βράχων με μακριές σειρές, σε όλο το χείλος του γκρεμού. Μέσα σ’ αυτή την άγρια φύση διακρίνουμε τον γκρίζο όγκο του μοναστηριού. Κτίρια σε διάταξη τετραγώνων με εσωτερικές αψιδωτές στοές, σχηματίζουν το στεγασμένο περιστύλιο της αυλής. Η εκκλησία που βρίσκεται στο κέντρο, είναι μια παλαιά βυζαντινή βασιλική με πέντε τρούλους”».


Και πάλι στην πιο πρόσφατη επίσκεψή μας στη μονή του Αγίου Διονυσίου με ομάδα δημοσιογράφων, ο πατέρας Πορφύριος μας έδειχνε στο μουσείο του νέου μοναστηριού τις φωτογραφίες και επαναλάμβανε την ιστορία του Γερμανού στρατιώτη. Μάλιστα, μετά τη ξενάγηση, προθυμοποιήθηκε να με πάει στον ελαιώνα της μονής στους πρόποδες του Ολύμπου – στην Καναπίτσα, κοντά στα Πλατανάκια – όπου οι πατέρες μάζευαν ελιές και μου υπόσχονταν συναρπαστικές εικόνες. Οι μοναχοί είναι πολύ δραστήριοι, με δική τους παραγωγή ιδιαιτέρως εξαιρετικών γαλακτοκομικών προϊόντων. Στο δρόμο για το λιοστάσι θυμήθηκα το δείπνο με τα μοναστηριακά γιουβαρλάκια και ρώτησα αν ήταν μπορετό να βρω τη συνταγή τους. Ο πατέρας Πορφύριος μου απάντησε ότι βεβαίως αυτό είναι δυνατό, αφού εκείνος είναι ο μάγειρας της μονής. Άνοιξα τότε το μαγνητόφωνό μου και κατέγραψα τη συνταγή ακριβώς με τα δικά του λόγια:


«Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και πέρκα ή φρέσκο μπακαλιάρο, κατά προτίμηση όμως πεσκανδρίτσα. Λέγεται κι αλλιώς φανάρι αυτό το ψάρι. Το βράζουμε λιγάκι ώστε να μπορεί να ξεκοκαλίζεται και το λιώνουμε ή στο μπλέντερ ή σε μηχανή του κιμά. Στη συνέχεια βάζουμε μουσκεμένο ψωμί, λίγο ελαιόλαδο, ρύζι – κατά προτίμηση καρολίνα -, δυόσμο, λίγο μαϊδανό, όχι άνηθο, κύμινο – πολύ λίγο – αλάτι, μαυροπίπερο τριμμένο, προαιρετικά μπορούμε να βάλουμε ένα αβγό, και το ζυμώνουμε. Βάζουμε νερό σε μια κατσαρόλα και το αφήνουμε το νερό να κοχλάσει. Α, ξέχασα, και λίγο αλεύρι άσπρο μέσα στα γιουβαρλάκια. Λίγο αλευράκι είναι καλό. Επίσης μπορούμε να τα αλευρώσουμε και όταν τα πλάθουμε. Και τα ρίχνουμε στο κοχλάζον νερό. Και μετά προσθέτουμε λίγο ρυζάκι στο νερό. Προαιρετικά βάζουμε και ένα κρεμμύδι ψιλοκομμένο στο νερό από πριν για να βράσει. Βάζουμε λαδάκι και αλάτι στο ζουμί κι όταν έχουν βράσει τα γιουβαρλάκια – σε 20 λεπτά περίπου βράζουν,  τόσο περίπου θέλει και το ρύζι – μετά αβγοκόβουμε με αβγό και λεμόνι τη σούπα και είναι έτοιμα. Το αβγόκομα το κάνουμε ως εξής: χωρίζουμε τα ασπράδια από τους κρόκους (εδώ αν θέλουμε μπορούμε να χτυπήσουμε τους κρόκους και με το λάδι αντί να το βάλουμε στη σούπα, βοηθάει γιατί δένει καλύτερα) και χτυπάμε τα ασπράδια με ένα μαστίγιο, προσθέτοντας πολύ λίγο νεράκι. Βοηθάει πολύ, γίνεται η μαρέγκα πιο άσπρη και πιο αφράτη. Ρίχνουμε το λεμόνι μέσα στο ασπράδι και προσθέτουμε και τους κρόκους. Στη συνέχεια βάζουμε σιγά-σιγά το ζωμό και μετά το ρίχνουμε απότομα και το ανακατεύουμε, ώστε να δέσει, να γίνει κρεμώδες. Όχι πολλά αβγά, για τέσσερις μερίδες θα βάλουμε δύο ή τρία αβγά το πολύ».