18 Νοε 2013

Μεζές με τη γεύση και την ιδεολογία της Κύπρου


Η Κύπρος είναι για εμένα ένας ανεκπλήρωτος έρωτας. Όσες φορές και να πετάξω στην αγκαλιά της, που δεν είναι λίγες, δεν με ξεπροβόδισε ποτέ το αίσθημα της εκπλήρωσης.  Αντιθέτως υπήρχε πάντα η ενδόμυχη υπόσχεση και ευχή ότι θα επιστρέψω με την πρώτη ευκαιρία. Παράξενο που ένας κεραυνοβόλος έρωτας διαρκεί για πάντα.


Συχνά αισθάνομαι απέραντη ευτυχία όταν σκέφτομαι ότι κατάγομαι από δυο μεγαλονήσους, την Κύπρο και την Κρήτη, και μια μικρόνησο, την Κάσο. Δεν είναι όμως μόνον η καταγωγή που μπορεί να φορτίσει με κρίσιμη ποσότητα πόθου τη σχέση με έναν τόπο. Είναι που από τη πρώτη φορά που πήγα στην Κύπρο, πριν ακόμη την δω ως ιδιαίτερη πατρίδα μου, αισθάνθηκα, και το είχα γράψει, ότι είναι ιδιαίτερη πατρίδα όλων των Ελλήνων. Μετά μου το επιβεβαίωσε ο τακτικός σύμβουλος μας σε θέματα ελληνισμού Γιώργος Σεφέρης με φωνή ποιητάρικη: «(…) στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα (…)».


Τότε βλέπετε η γραμμή αντιπαράθεσης του Αττίλα ήταν απίστευτα σκληρή. Μπορούσες να δεις με σφιγμένη καρδιά από το Τρόοδος, πέρα μέσα στο σύθαμπο, τον κόλπο της Μόρφου, και φανταζόσουν μόνο τις πορτοκαλιές του Καραβά και την Αμμόχωστο σαν μια άδεια μπέρτα φαντάσματος. Στο τέρμα της οδού Λήδρας στην παλιά Λευκωσία υπήρχε οδόφραγμα, κι αν έκανες έστω κι ένα βήμα, όπως εμείς την περασμένη Τρίτη ξεχαστήκαμε και συνεχίσαμε να περπατάμε  στην νεκρή ζώνη από φυλάκιο της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι το σημείο ελέγχου του τουρκικού στρατού κατοχής, οι απέναντι σε σταματούσαν με τον ξερό κρότο ενός πυροβολισμού.


Όχι, δεν είναι όμως μόνο αυτό η Κύπρος, όσο ισχυρό και κυρίαρχο κι αν είναι. Είναι κι η ανοιχτή αγκαλιά της. Είναι αφύσικο ένας έρωτας να μακροημερεύσει χτυπώντας απελπισμένα σε μια σφαλισμένη αγκαλιά.  Ενώ για εμένα η αγκαλιά της είναι ανοιχτή.

Τραούδα συντροφάκι μου τα δυο να τραουδούμε
Να πούμεν ως τα εκατόν για κείνες που αγαπούμε.

Τραγουδούμε με τον Μιχάλη Ττερλικκά – τη φωνή της Κύπρου για μένα – στην κουζίνα του σπιτιού του Λόντου – ενός παλιού αμπελουργού – στη Βάσα. Πριν η γυναίκα του Λόντου, η κυρά Ποππού, μας υποδέχθηκε με προτεταμένο το χέρι κρατώντας αρκατένα (παξιμάδι με προζύμι από ρεβίθια) και ελιόπιτα (τη λένε και ελιωτή) που μόλις είχε βγάλει από τον μικρό ξυλόφουρνο  και μας πρόσφερε μια πρόγευση. Ο ανοιχτός χορός των γεύσεων ξεκίνησε μέσα στο ευρύχωρο τραπέζι με τη διαδοχή των πιάτων με όλα τα καλά. Οι γυναίκες στέκονταν όρθιες μπροστά στις εστίες και έβγαζαν συνέχεια μεζέδες. Στις παύσεις των πιάτων μιλούσαμε και τραγουδούσαμε εμείς. Αυτή είναι η ιδεολογία του φαγητού στην Κύπρο. Το σμίξιμο της παρέας γύρω από πλήθος μικρών πιάτων, καταμεσής μιας πανδαισίας.


Τα πιάτα έρχονταν το ένα μετά το άλλο, το ίδιο και τα τσιαττιστά, τα κυπριακά δίστιχα που οι συνδαιτυμόνες-γλεντιστές-τραγουδιστές ταιριάζουν εκείνη την στιγμή.

Αγάπες έκαμα πολλές, τα χρόνια που περάσα
Έχω στο Άρσος άλλη μια και άλλες τρεις στη Βάσα.

Ο παπά Παναγιώτης που είναι στην παρέα μας, βάζει τραγουδιστά την παρέα στο σωστό δρόμο από τον οποίο πάνε να την ξεστρατίσουν οι επίσης διαδοχικές κούπες του κρασιού από το κελάρι του Λόντου, καθώς βρισκόμαστε στο κέντρο των κρασοχωριών, δίπλα στο φημισμένο Όμοδος:

Μερσινοπούλι κάθεται στη μούτη του κονίζου
Η Βάσα έχει όμορφες, μα ’χει  που τις ορίζουν.

Ο κόνιζος είναι ένας αρωματικός θάμνος και η μούτη στην κυπριακή διάλεκτο είναι η μύτη, η άκρη. Οι γλεντιστές δεν έχουν άγνωστες λέξεις, αλλά ένας από αυτούς συνεχίζει να προκαλεί με μαντινάδες τον παπά που έχει και την ιδιότητα του δασκάλου:

Σα να ’χεις δίκιο δάσκαλε, κι ούλοι τους (α)κρολοούνται
Μα ξομολόγα τες καλά κι έχει που ξωκοιμούνται.

Κι ο παπά Παναγιώτης εξομολογήθηκε δημόσια, τραγουδιστά, και ο ίδιος:

Εγώ που αποφάσισα τώρα να τραγουδήσω
Ξομολογούνται φίλε μου, μα εν μπορώ μιλήσω.


Έτσι μας υποδέχθηκε η Κύπρος και σε αυτό το ταξίδι που μας πήγαν ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού και η Cyprus Airways και μας έβαλαν ξανά «στα αίματα». Έτσι μας υποδέχθηκε η Λάρνακα – με το ωραίο, νέο, αεροδρόμιο – ή πιο σωστά ο Τόνης στην ταβέρνα «Κυρά Γιώργαινα»: Καλαμαράδες εμείς δεν τραγουδούσαμε, αλλά δεν προλαβαίναμε ούτε να μιλήσουμε ανάμεσα στα «κύματα» του κυπριακού μεζέ.


Η εισαγωγή είναι σχεδόν τυπική: πίτες, ταχινοσαλάτα, ταλατούρι (τζατζίκι), ταραμοσαλάτα, τυροκαυτερή,  ελιές τσακιστές με λεμόνι και κόλιαντρο, ποικιλία τουρσιών, λουβιά (μαυρομάτικα) ή ρεβίθια ή χλωρές κορφές λουβάνας, κόκκινες πιπεριές γεμιστές, λούνζες (κυπριώτικο αλλαντικό από χοιρομέρι) και οπωσδήποτε  χωριάτικη σαλάτα. Το επόμενο κύμα έχει στην κορυφή του τα σπάνια πια οφτά αβγά και μαύρες κυπριακές ελιές, μαζί με δυο είδη παραδοσιακού λουκάνικου, του πιο πικάντικου παστρουμά και του εξαιρετικού κρασάτου, και χαλούμι στη σχάρα.


Το τρίτο κύμα περιλαμβάνει γεύσεις κυρίως φαγητού, μπέικον στη σχάρα, μοσχαρίσιο συκώτι, πάντα φρεσκοκομμένες, δικές τους, πατάτες τηγανητές για τις οποίες οι κύπριοι είναι πολύ υπερήφανοι, σεφταλιά και χοιρινό σουβλάκι, καραόλους («ψιλά» σαλιγκάρια) γιαχνί, κυπριακά παραδοσιακά, χωριάτικα, μακαρόνια με τυρί, ρόκα με αβγά, και όλα αυτά συνοδεία από την αρχή με τις χαρακτηριστικές μπύρες ΚΕΟ. Μάλιστα ο Τώνης μας πληροφόρησε ότι η πορτοκαλάδα ΚΕΑΝ που ζήτησε ένας από εμάς, είναι το πρώτο αναψυκτικό στον κόσμο. Τότε η ξεναγός μας, η Μελίνα, έβαλε εξαρχής στη ζωή μας στην Κύπρο την Αφροδίτη, καθώς η πανδαισία του κυπριακού μεζέ ολοκληρώνονταν με το συμβολικό φρούτο της θεάς της γονιμότητας, το ρόδι, και τέλος τα γλυκά του κουταλιού, σταφύλι, πορτοκάλι, μανταρίνι, καρυδάκι και βαζανάκι (μελιτζανάκι).


Μια από τις επόμενες ημέρες, στην επιστροφή μας από τη χερσόνησο του Ακάμα, ο οδηγός μας, ο Πανίκος, μας είπε καθώς περνούσαμε μέσα από τα αμπέλια της Δρούσιας, ότι ο κυπριακός μεζές βγήκε μέσα από την αλληλοβοήθεια των ανθρώπων που δούλευαν αυτά τα κτήματα. Σμίγανε οι χωριανοί μια στο αμπέλι του ενός, μια στο χωράφι του άλλου, για να βοηθήσουν να γίνουν οι δουλειές που τότε ήθελαν πολλά χέρια. Μάλιστα, ο καθένας έφερνε μαζί το φαγητό του, ό,τι είχε, και το άφηνε στο κοινό «τραπέζι» όταν τελείωναν τη δουλειά. Στην Κάσο την αλληλεγγύη την λένε αργαδιά και αυτός για τον οποίο δουλεύουν έχει την υποχρέωση να φέρει κρασί, ψωμί και μια μεγάλη πήλινη λεκάνη γεμάτη σαλάτα (ντομάτα, αγγούρι, βραστές πατάτες, σαρδέλες) μέσα από την οποία έτρωγαν όλοι μαζί γύρω-γύρω. Αυτή ήταν η ώρα της επιβράβευσης, η ώρα του ενός για όλους και στο φαγητό και στην κουβέντα και στην ξεκούραση, και ίσως σε κάποιο κοινό τραγούδι:

Στην Λάπηθο τα ρούχα μου, στη Χώρα τα’ άρματά μου
Και στον ωραίον Καραβάν η αγαπητικιά μου.

5 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια, πολύ ωραία ανάρτηση. Αν και πριν λίγες βδομάδες γύρισα από την Κύπρο, με κάνατε να νοιώσω νοσταλγία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν έχω πάει στην Κύπρο, όμως η εξαιρετικές περιγραφές σου με κάνουν να νιώθω ότι ταξίδεψα μέχρι εκεί.Συγχαρητήρια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Σας ευχαριστώ πολύ. Δεν είναι τόσο δική μου ικανότητα, όσο της ίδιας της γλώσσας της διατροφής, η οποία επικοινωνεί και ενώνει τους ανθρώπους όσο καμιά άλλη. Πόσο μάλλον με την Κύπρο που μιλάμε την ίδια γλώσσα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλώς σας βρίσκω!
    Μια αναζήτηση για σουπιοπίλαφο με έφερε ως εδώ και πραγματικά δε χορταίνω τα γευστικά ταξίδια σας!
    Στην Κυπρο δεν έχω πάει αλλά γνωρισα ένα κομμάτι της μέσα από αυτή την ανάρτηση.
    Καλή συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή