Αυτά
είναι τσαλίμια των Νοτίων Σποράδων. Γευστικές φιγούρες του συρτού ή της
σούστας. Σαν την μικρή κόκκινη γαρίδα, αυτή που είναι γνωστή ως συμιακό
γαριδάκι, αλλά στα άλλα νησιά επιμένουν να το λένε Δωδεκανησιακό, αφού το ψαρεύουν
παντού με κύρτους που ποντίζουν σε βάθη άνω των 150 οργιών. Η Κάλυμνος, η
Λέρος, η Σύμη, η Χάλκη, η Κάσος. Ένα ελάχιστο ποίημα τα ονόματά τους, μια
μεγάλη απόλαυση, αρτυσμένη με χίλιες δυο μνήμες και ιστορίες, η γεύση τους.
Ακόμα και οι πέτρες των βυθών τους έχουν ατόφια τη γεύση του πελάγους, που απλώνεται στο στόμα σου σαν κύμα που
μπουκάρει σε στενό κόρφο και τον πλημμυρίζει θάλασσα, μόλις δαγκώσεις την
χρυσοκοραλλένια έως και μαβιά σάρκα που κρύβουν στην καρδιά τους. Ναι, αυτό
είναι οι φούσκες. Μια μπουκιά θάλασσας κλεισμένη μέσα σε μια πέτρα που
μπλέκεται στα δίχτυα των ψαράδων για να τους ταλαιπωρεί, ίδια και απαράλλαχτη
στην όψη με την τραγάνα που είναι στρωμένος ο δρόμος των καλών ψαριών. Ίδια;
Όχι βέβαια γι αυτούς που καούρισαν (μπουσούλισαν
δηλαδή σαν το κά(β)ουρα), όπως λένε εκεί κάτω που όλα τα αναγάγουν στη θάλασσα,
στην κουβέρτα ενός υπερήφανου, λυγερόκορμου σαν γοργόνα, ψαράδικου
τρεχαντηριού, αυτή την πέτρα δεν την πατάνε με τη γυμνή φτέρνα τους να
θρυμματιστεί και να φύγει από τα δίχτυα τους, αλλά την «ξεψαρίζουν» με προσοχή
και τη βάζουν στη μεριά της ψαριάς τους, στα καλά δώρα του βυθού.
Η «πέτρα» είναι τελικά αρκετά μαλακή για τη χωρίσεις στη μέση με το μαχαίρι σε δυο ημισφαίρια. Και τότε αποκαλύπτεται η πολύχρωμη παλέτα κολορίστα ζωγράφου. Ένα βιολετί περίγραμμα, ένα κοραλλένιο μετά και ο χρυσοπορτοκαλένιος πυρήνας. Ένας μικρός θησαυρός, μια μεγάλη, δροσερή, μπουκιά ίδια θάλασσα, μια λαμπερή πορτοκαλοκίτρινη σάρκα, σαν χρυσάφι και κοράλλι μαζί, με έντονη γεύση ιωδίου. Έτσι απλωμένες οι ανοιγμένες φούσκες πάνω στη θαλασσιά, γκρι, λευκή ή ανοιχτό πράσινο κουβέρτα του καϊκιού, φαντάζουν ως ισχυρή πρόκληση στο βλέμμα και στη γεύση. Το σκέπασμα του αμπαριού του καϊκιού είναι τελικά από τα πλέον προκλητικά στην όρεξη τραπέζια.
Αν δεν είναι φρέσκες οι πίνες, αλλά η σάρκα τους συντηρείται μέσα σε μπουκάλι, λέγεται στην Κάλυμνο σπινιάλο και οι φούσκες, μπορεί να είναι φουσκόαλο. Η σάρκα τους συντηρείται μέσα στο μπουκάλι, στο θαλασσινό νερό που κρατούν μέσα τους όσο είναι ζωντανές, μαζί με ελάχιστο λάδι, σφραγισμένες με φελλό, που συγκρατεί ο γερός σπάγκος που μπαλώνουν τα δίχτυα. Οι καβαλάρηδες των κυμάτων Καλύμνιοι σφουγγαράδες τελειοποίησαν τη συντήρηση των τροφίμων για τα μεγάλα ταξίδια τους στην Μπαρμπαριά και στο Τούνεζι τις εποχές που δεν υπήρχαν ψυγεία. Αλλά και τώρα που υπάρχουν ψυγεία μέσα στο καΐκι, συνεχίζουν να σφραγίζουν αυτή τη λιχουδιά μέσα σε μπουκάλια. Στα εστιατόρια κόβουν το αρμίδι, βγάζουν τον φελλό και σερβίρουν τις φούσκες με λάδι, λεμόνι και κρεμμύδι ψιλοκομμένο ή σε ροδέλες από πάνω. Το φουσκόαλο έχει πιο έντονη γεύση ιωδίου από τις φρέσκες φούσκες και λέμε ότι μπροστά σε αυτό το πιάτο δοκιμάζεται το μέγεθος και η ένταση της νησιωτικότητας που έχει κανείς στο DNA του, πόσο νησιώτης είναι ή πόσο νησιώτης μπορεί να γίνει.
Μοναδική γεύση !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά μια μπουκιά θάλασσα. Συγχαρητήρια στον γράφοντα για την περιγραφή αλλά και το blog γενικά !!!
Οχι σπινιαλο φουσκοαλο.Το σπινιαλο ειναι παλι σε μπουκαλι αλλα με πινες
ΑπάντησηΔιαγραφή